συμπότις

συμπότις
η, ΝΑ
βλ. συμπότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπότης — ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. οἰνο πότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”